προπαρασκευαστικά

προπαρασκευαστικά
προπαρασκευαστικός
preparatory
neut nom/voc/acc pl
προπαρασκευαστικά̱ , προπαρασκευαστικός
preparatory
fem nom/voc/acc dual
προπαρασκευαστικά̱ , προπαρασκευαστικός
preparatory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • κατηχώ — (AM κατηχῶ, έω) 1. διδάσκω σε κάποιον τα βασικά δόγματα και τις ηθικές αρχές τής χριστιανικής θρησκείας («ἵνα τοὺς ἄλλους κατηχήσω», ΚΔ) 2. (γενικά) δασκαλεύω, διδάσκω, μυώ, εισάγω κάποιον νεοελλ. νουθετώ, συμβουλεύω νεοελλ. μσν. επιπλήττω,… …   Dictionary of Greek

  • συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ελευσίνας — Το κτίριο του μουσείου, που βρίσκεται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, χτίστηκε αρχικά το 1890, σε σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα Καβεράου, για να στεγάσει ευρήματα των ανασκαφών, και επεκτάθηκε το 1892 σε σχέδια του Έλληνα αρχιτέκτονα …   Dictionary of Greek

  • Μπελίνι, Τζοβάνι — (Giovanni Bellini, αποκαλούμενος και Τζαμπελίνο, Βενετία, περ. 1430 – 1516). Ιταλός ζωγράφος, από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Η σημασία της ζωγραφικής του επισκιάζει την ατομική του αξία, επειδή εγκαινιάζει τη μεγάλη βενετσιάνικη ζωγραφική …   Dictionary of Greek

  • κατηχούμενος — ο θηλ. κατηχούμενη κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους κατηχούμενοι λεγόντουσαν αυτοί που προπαρασκευαστικά παρακολουθούσαν τη χριστιανική διδασκαλία προτού να μπουν οριστικά στους κόλπους της Εκκλησίας με το βάφτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπαρασκευαστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην προπαρασκευή: Προπαρασκευαστικά μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”